μόστρο

μόστρο
το
(για πρόσωπα) αυτός που είναι πολύ άσχημος ως προς την όψη τέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mostro «τέρας» < λατ. monstrum].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραστάδα — παραστάδα, η και παραστάτης, ο το πλαϊνό δοκάρι ή ο πλαϊνός τοίχος του ανοίγματος της πόρτας, αλλιώς μόστρο ή πιλάστρι: Ακούμπησε στην παραστάδα της πόρτας και κοίταξε στο δωμάτιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”